- διαυλοδρομία
- διαυλοδρομία, η (Α)αγώνας διαύλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαυλοδρομίας — διαυλοδρομίᾱς , διαυλοδρομία running forwards and backwards fem acc pl διαυλοδρομίᾱς , διαυλοδρομία running forwards and backwards fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)